γανώ

γανώ
γανῶ (-άω) (Α)
1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω
2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά
3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.)
4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την παρέκταση με -υ-. Πρόκειται για νεώτερο σχηματισμό κατά τα ρήματα σε -ανάω. Ο αρχαιότερα μαρτυρημένος τ. είναι η επική μτχ. γανόωντες (τ. με διέκταση), που χρησιμοποιείται πάντα στον Όμηρο με τη σημ. «λάμπω, αστράφτω» για να χαρακτηρίσει τις πανοπλίες κυρίως].
————————
γανῶ (-όω) (Α)
βλ. γανώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γανῶ — γανάω glitter pres imperat mp 2nd sg γανάω glitter pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γανάω glitter pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γανάω glitter pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γανάω glitter pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάνω — γανόω make bright pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γανόω make bright imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • STAGNA — pro Numinibus. Seneca Ep. 41. Magnorum fluminum capita veneramur et Stagna quaedam vel opacitas vel immensa alititudo sacravit. Superstitionis occasione ab Aegyptiis desumptâ; uti docet Octavius apud Min. Felicem, quos Hescesaitas postea imitatos …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • γανωτός — ή, ό (Μ γανωτός, ή, όν) [γανώ ( όω)] 1. ο στιλπνός, ο γυαλιστερός 2. (για χάλκινα σκεύη) γανωμένος …   Dictionary of Greek

  • καταγανώ — καταγανῶ όω (Α) καθιστώ κάτι πολύ λαμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιγανώ — άω, Α γανώνω, στιλβώνω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προγανώ — όω, Α φαιδρύνω, χαροποιώ κάποιον εκ των προτέρων («προγανοῡν έλπίδι τὴν ἀσθένειαν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γανῶ «φαιδρύνω, γυαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρωτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ δερμάτινο λουρί υποδήματος αρχ. σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. γανω τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • υπεργανάει — Α υπεραγάλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γανῶ, άω «χαίρομαι, λάμπω από χαρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”